- νεραϊδένιος
- -α, -ο [νεράιδα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νεράιδα ή κατάγεται από νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεραϊδένιος, -ια, -ιο — και νεράιδινος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα ή κατάγεται απ αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)